Θυμόσαστε όταν ήμασταν παιδιά, που μόλις άνοιγαν τα σχολεία τον Σεπτέμβριο, μας έβαζαν να γράψουμε έκθεση με θέμα: Πως πέρασα το καλοκαίρι μου; Ε, κάτι τέτοιο αποφάσισα να σας γράψω σήμερα. Για τα παιδικά μου καλοκαίρια…
Η καταγωγή και των δύο γονιών μου είναι από Μικρά Ασία (και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό). Αυτό σημαίνει πως δεν είχα παππού και γιαγιά σε κάποιο χωριό να πηγαίνω τα καλοκαίρια, όπως πολλοί από τους φίλους μου. Οι γονείς μου όμως είχαν καταφέρει και είχαν πάρει ένα μικρό οικόπεδο στη Νέα Μάκρη και είχαν βάλει ένα σπιτάκι στο οποίο ξεκαλοκαιριάζουμε ακόμα και σήμερα.
..... και κάθε πρωί τρώγαμε τα φρεσκοκομμένα σύκα από την συκιά μας (τώρα γιατί δεν τα τρώω τα σύκα; τότε τρελαινόμουν...)
Εκεί έμαθα να κάνω ποδήλατο (ακόμα έχω τα σημάδια στα γόνατά μου), εκεί έμαθα κολύμπι (αφού ήπια πρώτα όλο τον Ευβοϊκό), έπαιξα ατελείωτες ώρες «κρυφτό», «αγαλματάκια», «μήλα» και «κουτσό».
Παίζαμε θυμάμαι στη μέση του χωματόδρομου, και οι γονείς μας δεν φοβόντουσαν ούτε μήπως περάσει κανένα αυτοκίνητο και μας χτυπήσει (ήταν ελάχιστα και πήγαιναν με πολύ μικρές ταχύτητες), ούτε αν περάσει κάποιος και μας αρπάξει (ήμασταν ένα τσούρμο παιδιά και πάντα υπήρχε και μια γιαγιά σε μια αυλή να μας προσέχει).
Ο μόνος φόβος ήταν να σπάσουμε τα μούτρα μας πέφτοντας όταν δοκιμάζαμε να κάνουμε μια βόλτα με τα ποδήλατα των μεγαλύτερων (το οποίο συνέβη ουκ ολίγες φορές), ή να μας γρατσουνίσει καμία γάτα, όταν της παίρναμε τα γατάκια της που είχε γεννήσει σε κάποια από τις αυλές της γειτονιάς (αχ αυτά τα γατάκια…. τι είχαν τραβήξει τα κακόμοιρα….).
Κάθε μέρα, γύρω στις 11.00 αφού οι μανάδες μας είχαν τακτοποιήσει το σπίτι και είχαν μαγειρέψει, πηγαίναμε στην θάλασσα. Τότε όμως, η έννοια «πάω για μπάνιο», ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα....
Ξεκινούσαμε από το σπίτι και διανύαμε μια διαδρομή γύρω στο ένα χιλιόμετρο ή με τα πόδια, ή με τα ποδήλατα. Βλέπετε, ο μπαμπάς μου δούλευε και το αυτοκίνητο της οικογένειας ήταν μόνο ένα (δεν θυμάμαι ποτέ τον πατέρα μου να έχει πάρει άδεια καλοκαιρινή. Μόνο την εβδομάδα του δεκαπενταύγουστου καθόταν).
Και φυσικά, δεν κουβαλούσαμε μαζί μας την Άρτα και τα Γιάννενα όπως κάνουμε τώρα. ΜΙΑ πετσέτα, καπέλο, αντηλιακό, ΕΝΑ κουβαδάκι και τέλος! Άντε να παίρναμε και κανένα ροδάκινο. (Οι πιο προνοητικοί, είχαν μαζί τους και ένα μπουκαλάκι με λίγη αμμωνία, για τα τσιμπήματα από τις τσούχτρες και τις μέλισσες). Η παραλία δεν είχε ξαπλώστρες, ούτε beach bar με δυνατή μουσική και freddo. (Όχι, δεν χρειαζόταν να έχεις μαζί σου τουλάχιστον 7.000 δρχ. -όσο ένα σημερινό 20ευρω- για να πας στην θάλασσα).
Αφού μουλιάζαμε για κανένα δίωρο στο νερό, τα δόντια μας χτυπούσαν και τα χείλη μας γίνονταν μπλε, βγαίναμε έξω, παίζαμε με την άμμο και το ΜΟΝΑΔΙΚΟ μας κουβαδάκι, και μας έβαζαν στην πλάτη copertone (του οποίου την μυρωδιά ακόμα λατρεύω, αλλά δεν το παίρνω γιατί έχει λέει parabens).
Πριν φύγουμε, ρίχναμε μια τελευταία βουτιά για να δροσιστούμε, μιας και είχαμε να ανέβουμε την ανηφόρα με τα ποδήλατα μέσα στον ήλιο. Αχ αυτή η ανηφόρα! Μέχρι την μέση της, την βγάζαμε άνετα. Από εκεί και πέρα όμως, μας έβγαινε η γλώσσα κάθε μεσημέρι ! Ευτυχώς, κάπου στη μέση της διαδρομής, είχε (και ακόμα έχει) έναν φούρνο. Εκεί κάναμε μια στάση, για να πιούμε νερό από το λάστιχο που είχε έξω για το πότισμα, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να πάρουμε ψωμί και αν είχε αφήσει η μάνα μου για ψήσιμο το ταψί με το φαγητό.
Και κουβαλούσε η κακομοίρα το ταψί με τα γεμιστά ή το κοτόπουλο με τις πατάτες, στα χέρια, για 500 μέτρα περίπου και με τον ήλιο ντάλα. Εγώ από πίσω με το ποδήλατο, την πετσέτα στην σέλα και την σακούλα με το ψωμί στο τιμόνι, να κάνω ορθοπεταλιά και να σκέφτομαι «άντε, ένα τετράγωνο ακόμη, άντε να στρίψουμε στην Δημοκρίτου που είναι ίσιωμα και δεν χρειάζεται πετάλι…..».
Και μόλις φτάναμε, παίρναμε πάλι το λάστιχο στον κήπο και κάναμε ντους εκεί, δεν μπαίναμε στο μπάνιο (άλλο που δεν θέλαμε, να παίξουμε με το νερό πάλι…). Πλέναμε και την βεράντα για να δροσίσει, στρώναμε τραπέζι, τρώγαμε και οι μεγάλοι έπεφταν για ύπνο. Όσοι ώρα εκείνοι ξεκουράζονταν, εμείς οι μικροί υποτίθεται έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συνήθως, βάζαμε από ένα ραντζάκι στο μπαλκόνι και διαβάζαμε «Μανίνα» ή «Μίκυ Μάους» ή «Τιραμόλα», (ενίοτε μας έπιανε η προκοπή και διαβάζαμε Ιούλιο Βερν ή τις «Χαρούμενες Διακοπές»).
Κάθε μέρα, γύρω στις 11.00 αφού οι μανάδες μας είχαν τακτοποιήσει το σπίτι και είχαν μαγειρέψει, πηγαίναμε στην θάλασσα. Τότε όμως, η έννοια «πάω για μπάνιο», ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα....
Ξεκινούσαμε από το σπίτι και διανύαμε μια διαδρομή γύρω στο ένα χιλιόμετρο ή με τα πόδια, ή με τα ποδήλατα. Βλέπετε, ο μπαμπάς μου δούλευε και το αυτοκίνητο της οικογένειας ήταν μόνο ένα (δεν θυμάμαι ποτέ τον πατέρα μου να έχει πάρει άδεια καλοκαιρινή. Μόνο την εβδομάδα του δεκαπενταύγουστου καθόταν).
Και φυσικά, δεν κουβαλούσαμε μαζί μας την Άρτα και τα Γιάννενα όπως κάνουμε τώρα. ΜΙΑ πετσέτα, καπέλο, αντηλιακό, ΕΝΑ κουβαδάκι και τέλος! Άντε να παίρναμε και κανένα ροδάκινο. (Οι πιο προνοητικοί, είχαν μαζί τους και ένα μπουκαλάκι με λίγη αμμωνία, για τα τσιμπήματα από τις τσούχτρες και τις μέλισσες). Η παραλία δεν είχε ξαπλώστρες, ούτε beach bar με δυνατή μουσική και freddo. (Όχι, δεν χρειαζόταν να έχεις μαζί σου τουλάχιστον 7.000 δρχ. -όσο ένα σημερινό 20ευρω- για να πας στην θάλασσα).
Αφού μουλιάζαμε για κανένα δίωρο στο νερό, τα δόντια μας χτυπούσαν και τα χείλη μας γίνονταν μπλε, βγαίναμε έξω, παίζαμε με την άμμο και το ΜΟΝΑΔΙΚΟ μας κουβαδάκι, και μας έβαζαν στην πλάτη copertone (του οποίου την μυρωδιά ακόμα λατρεύω, αλλά δεν το παίρνω γιατί έχει λέει parabens).
Πριν φύγουμε, ρίχναμε μια τελευταία βουτιά για να δροσιστούμε, μιας και είχαμε να ανέβουμε την ανηφόρα με τα ποδήλατα μέσα στον ήλιο. Αχ αυτή η ανηφόρα! Μέχρι την μέση της, την βγάζαμε άνετα. Από εκεί και πέρα όμως, μας έβγαινε η γλώσσα κάθε μεσημέρι ! Ευτυχώς, κάπου στη μέση της διαδρομής, είχε (και ακόμα έχει) έναν φούρνο. Εκεί κάναμε μια στάση, για να πιούμε νερό από το λάστιχο που είχε έξω για το πότισμα, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να πάρουμε ψωμί και αν είχε αφήσει η μάνα μου για ψήσιμο το ταψί με το φαγητό.
Και κουβαλούσε η κακομοίρα το ταψί με τα γεμιστά ή το κοτόπουλο με τις πατάτες, στα χέρια, για 500 μέτρα περίπου και με τον ήλιο ντάλα. Εγώ από πίσω με το ποδήλατο, την πετσέτα στην σέλα και την σακούλα με το ψωμί στο τιμόνι, να κάνω ορθοπεταλιά και να σκέφτομαι «άντε, ένα τετράγωνο ακόμη, άντε να στρίψουμε στην Δημοκρίτου που είναι ίσιωμα και δεν χρειάζεται πετάλι…..».
Και μόλις φτάναμε, παίρναμε πάλι το λάστιχο στον κήπο και κάναμε ντους εκεί, δεν μπαίναμε στο μπάνιο (άλλο που δεν θέλαμε, να παίξουμε με το νερό πάλι…). Πλέναμε και την βεράντα για να δροσίσει, στρώναμε τραπέζι, τρώγαμε και οι μεγάλοι έπεφταν για ύπνο. Όσοι ώρα εκείνοι ξεκουράζονταν, εμείς οι μικροί υποτίθεται έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συνήθως, βάζαμε από ένα ραντζάκι στο μπαλκόνι και διαβάζαμε «Μανίνα» ή «Μίκυ Μάους» ή «Τιραμόλα», (ενίοτε μας έπιανε η προκοπή και διαβάζαμε Ιούλιο Βερν ή τις «Χαρούμενες Διακοπές»).
Μόλις η ώρα πήγαινε 5.00, αρχίζαμε ένας – ένας να ξεμυτίζουμε, αλλά θεωρητικά ακόμα έπρεπε να κάνουμε ησυχία (για να μην ενοχλούμε τους γείτονες) και έτσι παίζαμε μονόπολη, master mind, stratego και όνομα – ζώο – πράγμα – φυτό ή με τις bibi bo και τις Sindy (οι Barbie δεν είχαν έρθει ακόμα στην Ελλάδα ή όταν ήρθαν, ήταν πανάκριβες…). Μέχρι να περάσει λίγο ακόμα η ώρα και να αρχίσουμε πάλι το κρυφτό, το εφτάπετρο, τα μήλα (και τους τσακωμούς για τις ζαβολιές….).
Και όταν πια η κούραση μας έκανε να σερνόμαστε, μαζευόμασταν σε μια γωνιά του δρόμου και λέγαμε ιστορίες για φαντάσματα και τι θα πάθεις αν βρεθείς μεσάνυχτα μπροστά σε καθρέπτη ή σε σταυροδρόμι και πεις «Ματωμένη Μαρία» τρεις φορές ….. (μην μου πείτε πως εσείς δεν λέγατε ιστορίες τρόμου.....).
Και την επόμενη μέρα, πάλι τα ίδια μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβρης και να γυρίσουμε στην Αθήνα…..
Υπέροχα, μοναδικά, ανέμελα παιδικά καλοκαίρια……